- ἀκριβᾶς
- ἀκριβᾶ̱ς , ἀκριβάζωto be proudfut ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀκρῑβᾶς , ἀκριβήςexactmasc/fem acc pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καβαλέτο — το 1. ξύλινο συνήθως στήριγμα, ρυθμιζόμενου ύψους, πάνω στο οποίο τοποθετούνται οι ζωγραφικοί πίνακες κατά τη φιλοτέχνησή τους ή στις εκθέσεις ζωγραφικής, ο ακρίβας 2. τεχνολ. ικρίωμα ή κατασκευή που χρησιμεύει για τη στήριξη αντικειμένων προς… … Dictionary of Greek
λυκάβας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους Κενταύρους. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι όταν ο Πείριθος παντρεύτηκε την Ιπποδάμεια, οι Κένταυροι προσπάθησαν να απαγάγουν αυτή και άλλες γυναίκες. Ο Λ. πρόλαβε και έφυγε από τη διαμάχη που… … Dictionary of Greek